χειρουργώ

χειρουργώ
χειρουργώ, χειρούργησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • χειρουργώ — και χειρουργάω χειρούργησα, χειρουργήθηκα, χειρουργημένος, κάνω εγχειρήσεις: Η πεθερά μου χειρουργήθηκε πέντε φορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρουργῷ — χειρουργός working masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμουργώ — καλαμουργῶ, έω (Α) πάπ. ετοιμάζω καλάμινους πασσάλους για στήριξη τών κλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχ ουργώ, χειρουργώ] …   Dictionary of Greek

  • προσχειρουργώ — έω, Α κατορθώνω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χειρουργῶ «εκτελώ δια χειρός»] …   Dictionary of Greek

  • προχειρουργώ — έω, Α εκτελώ, πράττω από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειρουργῶ «εκτελώ»] …   Dictionary of Greek

  • χειρούργημα — τὸ, Α [χειρουργῶ] έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι …   Dictionary of Greek

  • χειρούργηση — η, Ν χειρουργική επέμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρουργώ. Η λ., στον πληθ. χειρουργήσεις, μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη] …   Dictionary of Greek

  • ωμοχειρούργητος — ον, ΜΑ (για απόστημα) αυτός που υπέστη χειρουργική επέμβαση προτού ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + χειρουργῶ] …   Dictionary of Greek

  • εγχειρώ — εγχείρησα, εγχειρήθηκα, εγχειρημένος, (ιατρ.), εκτελώ εγχείρηση, χειρουργώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”